Η άσκηση ως μέσον αντιμετώπισης της κατάθλιψης
Η άσκηση ως μέσον αντιμετώπισης της κατάθλιψης
Η κατάθλιψη αποτελεί μέγιστο πρόβλημα υγείας, καθώς ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι μέχρι το 2020, η κατάθλιψη θα γίνει η δεύτερη πιο σημαντική ασθένεια παγκοσμίως.
Στη χώρα μας, η οποία βιώνει οικονομική και κοινωνική κρίση τεραστίων διαστάσεων, η κατάθλιψη τείνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά πανδημίας, αφού πλέον πλήττει όλο και μεγαλύτερα ποσοστά πληθυσμού και κινδυνεύει να πάρει ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Η ταχεία εξάπλωση αυτής της ασθένειας, όπου συμπτώματά της εμφανίζονται πλέον στην ελληνική κοινωνία όλο και πιο συχνά, αγγίζοντας ανθρώπους σε όλο το ηλικιακό φάσμα, δημιούργησε την ανάγκη να διερευνηθούν εις βάθος τα επιστημονικά δεδομένα, τα οποία συνδέουν την άσκηση ως ανέξοδο μέσο, το οποίον ασκεί ευεργετική επιρροή στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης.
Η κατάθλιψη, ως νοσηρή κατάσταση που βιώνει ένα άτομο χαρακτηρίζεται από συμπτώματα όπως:
• επίμονη θλίψη, άγχος, έλλειψη οποιασδήποτε διάθεσης,
• ελάχιστος βραδινός ύπνος και ξύπνημα τις πρώτες πρωινές ώρες,
• υπερβολικός χρόνος ύπνου,
• συχνές αυξομειώσεις σωματικού βάρους,
• επίμονη φυσική αδυναμία με χρόνια κόπωση, χωρίς εντοπισμό κάποιας συγκεκριμένης οργανικής αιτίας,
• φοβίες, κρίσεις πανικού, αρνητικές σκέψεις για οτιδήποτε.
Η κατάθλιψη αποτελεί μεγάλο κίνδυνο όταν το άτομο περνά τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη θλίψη και την παραίτηση. Η κατάθλιψη ως ασθένεια διαγνωσμένη κλινικά διακρίνεται στην:
• ήπια μορφή της ως «διαταραχή προσαρμογής» του ατόμου με το περιβάλλον του για να φθάσει στην
• «μείζονα καταθλιπτική διαταραχή», όπου συναντάμε καταθλιπτικά επεισόδια, που χρήζουν ιδιαίτερη προσοχή, όπως για παράδειγμα η επιλόχεια κατάθλιψη
Υπάρχει βεβαίως και η μανιοκαταθλιπτική διαταραχή διπολικής φύσεως και πολύ βαρύτερης μορφής.
Εξετάζοντας τα επιστημονικά δεδομένα του παρεμβατικού ρόλου της άσκησης σε σχέση με την διαταραχή της κατάθλιψης, διαπιστώθηκε εδώ και χρόνια ότι άτομα με περιορισμένη ή καθόλου φυσική δραστηριότητα παρουσίαζαν διπλάσια τάση να αναπτύξουν κατάθλιψη, σε σχέση με τα περισσότερο κινητικά δραστήρια άτομα.
Πιο πρόσφατα επιβεβαιώθηκε με ερευνητικά δεδομένα μεγάλου αριθμού εξετασθέντων ότι άτομα, που ασκούνται καθημερινά , έχουν χαμηλότερη ικανότητα να εμφανίσουν κατάθλιψη ή έστω και συμπτώματά της (18). Ειδικά γυναίκες, οι οποίες διαθέτουν 2-3 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν κατάθλιψη, σε σχέση με τους άνδρες, βρέθηκε ότι αυτές που αθλούνται σε μέτρια ένταση για περισσότερο από μία ώρα εβδομαδιαίως διέτρεχαν 30-40% χαμηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν κατάθλιψη στα επόμενα 5 χρόνια, σε σχέση με γυναίκες που εμφανίζουν μηδενική αθλητική δραστηριότητα (14).
Στην προσπάθεια διερεύνησης του όλου θέματος σε βάθος, είναι γεγονός ότι θα πρέπει να εξετάσουμε και να απαντήσουμε σε ουσιαστικά επιστημονικά ερωτήματα που αφορούν την πολύπλευρη σύνδεση άσκησης, σε σχέση με τη νοσηρή κατάσταση της καταθλιπτικής διαταραχής όπως:
• τον παρεμβατικό ρόλο της άσκησης σε κλινικά διαγνωσμένους ασθενείς με χρόνια κατάθλιψη συμπεριλαμβανομένου και του είδους και του τύπου άσκησης,.
• την αξιολόγηση της συστηματικής και τακτικής αθλητικής παρέμβασης σε καταθλιπτικούς ασθενείς, σε σχέση με άλλους τύπους αντιμετώπισης της ασθένειας,
• την εξέταση διαφόρων φυσιολογικών μηχανισμών που διευκολύνουν τη τυχόν αντικαταθλιπτική επίδραση της άσκησης,
• τις πρακτικές εφαρμογές του παρεμβατικού ρόλου της άσκησης στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης.
Φυσική δραστηριότητα και επίπεδο φυσικής κατάστασης πριν το διάστημα διάγνωσης των συμπτωμάτων κατάθλιψης.
Για να διερευνήσουμε το ρόλο της συστηματικής άσκησης στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η κατάθλιψη ως ασθένεια διακρίνεται αναλόγως των συμπτωμάτων της, σε διάφορες κατηγορίες, που βασίζονται σε κριτήρια διαγνωστικών συστημάτων, διεθνώς αναγνωρισμένων και που ταξινομούν την ασθένεια σε διάφορες κατηγορίες, από απλές καταθλιπτικές διαταραχές, μέχρι εκείνη της ιδιάζουσας βαριάς μορφής κατάθλιψης.
Μία πρώτη χρήσιμη παρατήρηση αποτελεί το γεγονός ότι οι άνθρωποι με συμπτώματα κατάθλιψης ανήκουν στην κατηγορία των μη δραστήριων ατόμων από πλευράς φυσικού έργου, σε σχέση με άτομα χωρίς διαταραχή κατάθλιψης.(3). Έρευνες έδειξαν ότι τα καταθλιπτικά άτομα διάγουν μεν πιο καθιστική ζωή και ως εκ τούτου διαθέτουν χαμηλότερη ικανότητα γιά μυϊκό έργο, αλλά από την άλλη πλευρά η πνευμονική λειτουργική ικανότητά τους είναι φυσιολογική, σε σχέση με αυτή του γενικού πληθυσμού.(8,10,11).
Όπως γνωρίζουμε, η ικανότητα μυϊκού έργου εξαρτάται απόλυτα από το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας ενός ατόμου ενώ αυτό έχει μηδαμινή επίδραση στη πνευμονική λειτουργία. Επομένως, οι χαμηλές τιμές της ικανότητας παραγωγής μυϊκού έργου, (αξιολογείται εργομετρικά με την υποβολή του ατόμου σε υπομέγιστο έργο που επιφέρει αύξηση της καρδιακής συχνότητας στο ύψος των 170 παλμών ανά λεπτό), σε άτομα διαγνωσμένα με κάποιας μορφής κατάθλιψη, οφείλονται στο επίπεδο φυσικής κατάστασης των ατόμων αυτών, προτού καν διαγνωστούν ως καταθλιπτικά. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η πνευμονική λειτουργία των εξετασθέντων παραμένει σε φυσιολογικά επίπεδα, καθώς δεν τείνει να επηρεάζεται από την προηγούμενη φυσική κατάσταση του δοκιμαζόμενου ατόμου.
Ωστόσο, στο επιστημονικό ερώτημα εάν τα άτομα αυτά τείνουν στη κατάθλιψη επειδή είναι λιγότερο μυϊκά δραστήρια ή επειδή όντας καταθλιπτικά μειώνουν περαιτέρω τη φυσική τους δραστηριότητα, καμμία απάντηση δεν είναι ξεκάθαρη, καθώς η απάντηση θεωρείται εξατομικευμένη.
Η άσκηση ως μέσον παρέμβασης στην αντιμετώπιση της καταθλιπτικής κατάστασης.
Γενικά η άσκηση ως μέσον παρέμβασης στις καθημερινές συνήθειες και στο τρόπο που διάγει ένα άτομο τη ζωή του, ανάλογα τους στόχους ενός τέτοιου παρεμβατικού αθλητικού προγράμματος διακρίνεται σε:
• προπόνηση για τη βελτίωση της αντοχής (αερόβια άσκηση)
• προπόνηση για τη βελτίωση της μυϊκής δύναμης και αντοχής
• προπόνηση για τη βελτίωση της ευλυγισίας και μυϊκής συναρμογής (μη αερόβια άσκηση).
Οι περισσότερες επιστημονικές εξετάσεις ατόμων σε κατάθλιψη έχουν αξιολογήσει την επίδραση της αερόβιας άσκησης (τζόκινγκ, τρέξιμο), με αποτέλεσμα να διίστανται οι απόψεις εάν οποιαδήποτε οφέλη στη βελτίωση της φυσικής κατάστασης του ατόμου περιορίζονται στον αερόβιο τύπο άσκησης ή μπορούν να αποκτηθούν και με τους άλλους τύπους άσκησης. (17).
Στην παλαιότερη έρευνα των McCann & Holmes (1984), μελετήθηκαν 43 γυναίκες με συμπτώματα κατάθλιψης, βασισμένη σε στανταρισμένο επιστημονικά αναγνωρισμένο ερωτηματολόγιο και όχι επίσημη διάγνωση. Χωρίστηκαν σε 3 ομάδες (αερόβια ομάδα με 1 ώρα, δύο φορές την εβδομάδα, μη αερόβια άσκηση 20 λεπτά, 4 φορές την εβδομάδα και ομάδα ελέγχου. Μετά από 12 εβδομάδες εφαρμογής του προγράμματος οι δείκτες κατάθλιψης μειώθηκαν αρκετά με τη μείωση στη αερόβια ομάδα να είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την ομάδα που χρησιμοποίησε μη αερόβια άσκηση.
Παρόμοια, σε έρευνα του Klein et al. (1985), ασθενείς πάσχοντες με διαγνωσμένη κατάθλιψη βαριάς αλλά και ελαφράς μορφής μοιράστηκαν σε ομάδες αερόβιας άσκησης 1 ώρα/εβδομάδα, χαλαρωτικής θεραπείας 2 ώρες/εβδομάδα και ψυχοθεραπείας 2 ώρες/εβδομάδα για 12 συνολικά εβδομάδες. Σε όλες τις ομάδες σημειώθηκαν σημαντικές μειώσεις στη βαθμολογία της κατάθλιψης, χωρίς σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων. Σε επαναληπτική παρακολούθηση των ομάδων με την παραπάνω αντιμετώπιση 9 μήνες αργότερα, οι ομάδες της άσκησης και της χαλαρωτικής θεραπείας διατηρούσαν τη μειωμένη βαθμολογία στους δείκτες της καταθλιπτικής κατάστασης.
Τέλος σε έρευνες των Martinsen et al. (7,9), 49 βαριάς μορφής καταθλιπτικοί ασθενείς μοιράσθηκαν σε 3 ομάδες: ομάδα αερόβιας άσκησης 3 ώρες/εβδομάδα, ομάδα ελέγχου και ομάδα με άτομα που μετείχαν στην ομάδα άσκησης και στην ομάδα ελέγχου και έπαιρναν ταυτόχρονα και αντικαταθλιπτική φαρμακευτική θεραπεία. Μετά από 9 εβδομάδες υπήρχε στατιστικά σημαντική άνοδος στην ικανότητα παραγωγής μυϊκού έργου στην ομάδα της αερόβιας άσκησης, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου ενώ και οι δύο ομάδες παρουσίασαν στατιστικά σημαντική μείωση στους καταθλιπτικούς δείκτες βαθμονόμησης, με μεγαλύτερη μείωση στην ομάδα άσκησης, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Ασθενείς που έπαιρναν αντικαταθλιπτικά φάρμακα παρουσίασαν παρόμοια μείωση στους καταθλιπτικούς δείκτες βαθμονόμησης, σε σχέση με εκείνους που δεν έπαιρναν φάρμακα.
Σε μία άλλη προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα ποιός τύπος άσκησης, όσον αφορά την αερόβια άσκηση (τρέξιμο, τζογκιγκ) ή μη αερόβια άσκηση (ασκήσεις μυϊκής δύναμης/αντοχής, ευλυγισίας και μυϊκής συναρμογής), είναι καλύτερος στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης, δεν προέκυψε διαφορά μεταξύ των δύο τύπων άσκησης, ούτε κάτι που να δείχνει να υπερτερεί ο ένας τύπος άσκησης έναντι του άλλου. Επιπλέον σε εκείνους που είτε στην ομάδα αερόβιας άσκησης, είτε στην ομάδα μη αερόβιας άσκησης έπαιρναν ταυτόχρονα και αντικαταθλιπτικά φάρμακα η μείωση στη βαθμονόμηση της κατάθλιψης ήταν μεγαλύτερη, σε σχέση με εκείνους που είτε ευρίσκοντο στη μία ομάδα, είτε στην άλλη, δεν έπαιρναν φαρμακευτική θεραπεία αλλά η διαφορά αυτή δεν ήταν σημαντική. (8).
Ερμηνεία διαφόρων Ερευνητικών δεδομένων
Παρά το γεγονός ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για αξιολόγηση επιπέδων κατάθλιψης, η χρήση διαφορετικών γνωστικών κριτηρίων κλπ καθιστούν πολλούς σχεδιασμούς τέτοιου είδους ερευνών σχετικά επισφαλείς, στην εξαγωγή συμπερασμάτων, όμως όλες οι έρευνες οι οποίες αφορούν τουλάχιστον ασθενείς ελαφράς ή μέτριας μορφής κατάθλιψη δείχνουν μία σαφή κατεύθυνση.
• Η αερόβια άσκηση είναι πιο αποτελεσματική στη μείωση της καταθλιπτικής κατάστασης από την μη θεραπεία, ενώ δεν φαίνονται σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων τύπων αντιμετώπισης. Η αερόβια άσκηση συσχετίζεται σημαντικά με την αντικαταθλιπτική της επίδραση σε ασθενείς με ήπιο ή μέτριο βαθμό κατάθλιψης.
• Η χρήση αερόβιου τύπου άσκηση ή όχι στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης δεν επηρεάζει τα όποια αντικαταθλιπτικά οφέλη προσφέρει η άσκηση στο βαθμό βελτίωσης της διαταραχής, καθώς η βελτίωση της φυσικής κατάστασης δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αντικαταθλιπτική επίδραση της άσκησης. Ως εκ τούτου, αντικαταθλιπτικά οφέλη μπορούν να επιτευχθούν με ποικίλους τρόπους άσκησης και όχι μόνο με τον αερόβιο τύπο.
• Ο συνδυασμός άσκησης και συμβουλευτικής ψυχοθεραπευτικής αγωγής σε ασθενείς με κατάθλιψη δείχνει μεγαλύτερη βελτίωση απ'ότι η ψυχοθεραπευτική αγωγή από μόνη της μπορεί να ως θεραπεία (9), ενώ σε άλλη έρευνα δεν προσδίδεται ενισχυτική βελτίωση μεγαλύτερη απ'ότι η άσκηση ή η ψυχοθεραπευτική αγωγή από μόνες τους η κάθε μία μπορούν να. προσφέρουν (4).
• Ο συνδυασμός άσκησης και φαρμακευτικής αγωγής μπορεί να υποδηλώνει ακόμα καλύτερο αποτέλεσμα στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης, ωστόσο η τάση δεν είναι στατιστικά σημαντική για εκείνους που χρησιμοποιούν ταυτόχρονα άσκηση και φαρμακευτική αγωγή. (8).
• Όσα άτομα με καταθλιπτικές διαταραχές μπήκαν σ' ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα άσκησης και το ενσωμάτωσαν στη καθημερινότητά τους ως βασικό συστατικό τρόπου ζωής τείνουν να έχουν χαμηλότερο βαθμό κατάθλιψης, όποτε κι αν μετρήθηκαν μετά την παρακολούθηση ενός τέτοιου προγράμματος. (10,16). Οι συμμετέχοντες σ' ένα τέτοιο πρόγραμμα το αξιολογούν ιδιαίτερα υψηλά ως σημαντική παράμετρος της θεραπείας τους.
Φυσιολογικοί μηχανισμοί της άσκησης στην αντιμετώπιση της ελαφράς και μέτριας καταθλιπτικής κατάστασης.
Οι φυσιολογικοί μηχανισμοί που διευκολύνουν την ευεργετική επίδραση της άσκησης στην νοητική διαδικασία και διανοητική κατάσταση του ατόμου βασίζονται σε διάφορες βιοχημικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της μυϊκής προσπάθειας και μετά και δύναται να ερμηνεύσουν τις αντικαταθλιπτικές επιδράσεις της άσκησης στον οργανισμό.
Αν και ο μηχανισμός με τον οποίον η άσκηση επιδρά ευεργετικά στη ψυχική διάθεση δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως, εντούτοις υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις που δίνουν απάντηση στο ερώτημα. Είναι σίγουρο ότι με την πλήρη εξακρίβωση του μηχανισμού που εξηγεί την θετική επίδραση της άσκησης στη ψυχική μας διάθεση, θα βοηθήσει ακόμη περισσότερο τη θεραπευτική αγωγή.
Μία εξήγηση αποδίδεται στην προσωρινή αύξηση της εσωτερικής θερμοκρασίας του σώματος, εξαιτίας της άσκησης, η οποίας αυτοαποκαλείται «υπόθεση πυρογενών ουσιών» (13). Έχει δειχθεί ότι η συγκέντρωση κατεχολαμινών στο πλάσμα, εξαιτίας σταθερής έντασης μυϊκή προσπάθεια αντοχής είναι χαμηλότερη στην κατάσταση ηρεμίας μετά από την παρακολούθηση ενός τέτοιου αερόβιου προγράμματος.(2).
Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί ότι με άσκηση αντοχής προκαλείται αύξηση της συγκέντρωσης των β' ενδορφινών στον εγκέφαλο, Οι ενδορφίνες είναι πεπτίδια που παράγονται στον εγκέφαλο και έχουν μια παυσίπονη δράση. Δρουν στον ψυχισμό του ατόμου και και δημιουργούν διάθεση ευφορίας στο άτομο. (1,5).
Επίσης, εξαιτίας της σωματικής άσκησης δημιουργείται αυξημένη συγκέντρωση της σεροτονίνης στον εγκέφαλο. Η σεροτονίνη συμμετέχει στη μετάδοση των νευρικών ώσεων και μπορεί να έχει μια λειτουργία στον έλεγχο της ψυχικής διάθεσης και στην κατάσταση της συνείδησης.
Δηλαδή, ως τελικό αποτέλεσμα της παρατεταμένης μικράς έντασης μυϊκής προσπάθειας έχουμε αυξημένη συγκέντρωση μίας σειράς νευροδιαβιβαστών, όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη, που έχουν να κάνουν με τη διάθεση του ατόμου. Επιπλέον, αύξηση παρατηρείται και στο αμινοξύ τρυπτοφάνη που αποτελεί δομικό λίθο της σεροτονίνης που δημιουργεί διάθεση ευφορίας στο άτομο (!5).
Τέλος, γνωρίζουμε ότι αυξημένη συγκέντρωση κατεχολαμινών στη κυκλοφορία δημιουργεί κατάσταση νευρικότητας, αγωνίας, ανησυχίας και παρατεταμένου άγχους στο άτομο. Οπως αναφέρθηκε παραπάνω, μετά από ένα πρόγραμμα τακτικής άσκησης η συγκέντρωση των παραπάνω ορμονών στη κυκλοφορία του αίματος βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα, γεγονός που προσδίδει μεγαλύτερη ηρεμία στο άτομο και καλύτερες δυνατότητες να αντιμετωπίζει στρεσογόνες καταστάσεις.
Τύπος Ασκησης
Ο τύπος της άσκησης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση της κατάθλιψης είναι κυρίως η άσκηση αντοχής (μεγάλης διάρκειας και χαμηλής έντασης), όπως το γρήγορο περπάτημα, τζόγκιγκ, ποδήλατο, κολύμπι, αλλά και η άσκηση με βάρη μπορεί, επίσης, να επιφέρει θετικά αποτελέσματα. Για κάποιον που μόλις ξεκινάει θα πρέπει να αρχίσει σταδιακά. Για παράδειγμα, μπορεί να αρχίσει περπάτημα για 10 λεπτά κάθε μέρα και να το επεκτείνει σταδιακά σε 30 έως 45 λεπτά περπάτημα επαναλαμβανόμενο από 3 έως 4 φορές την εβδομάδα.
Για να δει κάποιος αποτελέσματα βελτίωσης της εικόνας του σώματός του θα πρέπει να περιμένει τουλάχιστον 2 έως 3 μήνες, όμως η βελτίωση της ψυχικής του διάθεσης επέρχεται πολύ γρηγορότερα σε 2 έως 3 εβδομάδες. Όμως το σημαντικότερο όλων είναι η συστηματική συμμετοχή στην άσκηση να γίνει τρόπος ζωής.
Το ευχάριστο όλων είναι η επιστημονική τεκμηρίωση ότι η άσκηση είναι ένα πολλά υποσχόμενο φάρμακο για τη θεραπεία ήπιας και μέτριας μορφής κατάθλιψης. Εάν δηλαδή μπορούσαμε να το πακετάρουμε και το συνταγογραφούμε θα έπαιρνε σίγουρα την έγκριση του Ελληνικού Οργανισμού Φαρμάκων.
Ως εκ τούτου, σε πρώτη φάση, τα άτομα που υποφέρουν ήδη από κάποια μορφή ήπιας ή μέτριας κατάθλιψη, δεν είναι ανάγκη να προσφύγουν σε ψυχολογική ή φαρμακευτική υποστήριξη, αλλά μπορούν να ασκούνται, προκειμένου να βοηθήσουν τον εαυτό τους να ξεπεράσει τη νοσηρή αυτή κατάσταση.
Σκεφθείτε ότι η άσκηση αποτελεί άριστη θεραπευτική αγωγή, όμως για να έχει αποτελέσματα πρέπει κάποιος να έχει υπομονή και να συμμετέχει στην άσκηση συστηματικά. Ο ευεργετικός ρόλος της άσκησης στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης δεν είναι χάπι που δρα γρήγορα και χωρίς κόπο.
Όμως, από την άλλη πλευρά είναι μία θεραπεία χωρίς οικονομικό κόστος και η επιτυχία του βασίζεται στο ίδιο το άτομο, χωρίς εξωτερικά βοηθητικά υποστηρίγματα. Η μόνη ίσως εξωτερική υποστήριξη είναι ότι μπορεί να το κάνεις με παρέα, γεγονός που βοηθάει ακόμη περισσότερο την ψυχική σου διάθεση.
Σίγουρα όμως η διάθεση ανεβαίνει κατακόρυφα όταν η σιγουριά, η αυτοπεποίθηση και η αυτοεκτίμηση, που αποκτούμε από τη συστηματική άσκηση, μας δίνουν δύναμη να τις μεταφέρουμε σε όλο το οικογενειακό, εργασιακό και κοινωνικό μας περιβάλλον.
Αρθρο της Ελένης Αυλωνίτου στο περιοδικό Science Technologies
Ελένη Αυλωνίτου Διδάκτωρ Εργοφυσιολογίας-Πρωταθλήτρια κολύμβηση